εξουσία

εξουσία
Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη συνταγματική ε. της αναθεωρητικής βουλής, καθώς και τις ειδικότερες ε.-ευχέρειες του κάθε κλάδου της κρατικής δραστηριότητας. Περισσότερο πολύπλοκη είναι, αντίθετα, η έννοια της νομικής ισχύος ή ε. Κατά μία πρώτη εκδοχή με τον όρο ε. εννοείται το περιεχόμενο του υποκειμενικού δικαιώματος από την άποψη των συγκεκριμένων δυνατοτήτων δράσης που προσφέρει στον φορέα του. Ιδιαίτερα, ο όρος ε. χαρακτηρίζει τη δυνατότητα θεμιτής νομικής δράσης που δεν αναφέρεται σε ένα ορισμένο αντικείμενο και δεν παρέχει στον φορέα του μια αξίωση υποχρεωτικής συμπεριφοράς από μέρους ενός άλλου υποκειμένου δικαίου. Έτσι, ο φορέας του δικαιώματος ιδιοκτησίας διαθέτει ε. σχετικές με τη χρήση, την απόλαυση και τη διάθεση του πράγματος, στις οποίες δεν αντιστοιχούν ειδικές υποχρεώσεις άλλων νομικών υποκειμένων. (Νομ.) Ικανότητα που παραχωρείται στον ιδιώτη όχι για να πραγματοποιήσει το ιδιαίτερο συμφέρον του αλλά το συμφέρον ενός άλλου. Έτσι, γίνεται λόγος για τις ε. του υπουργού ή του νομάρχη, με σκοπό να υποδηλωθεί ένα σύνολο που έχει παραχωρηθεί σε αυτούς προς το συμφέρον της κοινότητας και όχι προς το συμφέρον των φορέων αυτών των λειτουργιών. Ε. αυτού του είδους απαντούν στο ιδιωτικό δίκαιο, όπου αναγνωρίζεται σε ένα νομικό υποκείμενο μία ε. προς το συμφέρον ενός άλλου νομικού υποκειμένου. Τέτοια είναι η περίπτωση της πατρικής ε. που παρέχει στον γονέα ε., τις οποίες αυτός οφείλει να ασκήσει προς το συμφέρον του τέκνου. Γίνεται τότε λόγος για ε.-υποχρέωση, δηλαδή για ε. της οποίας η άσκηση είναι υποχρεωτική από τον νόμο και έχει καθοριστεί ολοκληρωτικά από αυτόν.
* * *
η (AM ἐξουσία)
1. η κυβέρνηση, η άσκηση τής αρχής
2. το σύνολο τών αρχόντων
3. άδεια, δικαιοδοσία
4. προνόμιο
5. τάξη τών επουράνιων δυνάμεων, τών αγγέλων («ἀρχαί, ἐξουσίαι, δυνάμεις καὶ τὰ πολυόμματα Σεραφείμ»)
αρχ.-μσν.
αξίωμα, αρχή
μσν.
1. επικράτεια, διοικητική περιοχή («τοὺς χωριάτας ὁποὺ κατοικοῡσιν εἰς τὴν ἐξουσίαν μας»)
2. κυριαρχία, κατοχή
3. (κυριαρχική) δύναμη
4. αφθονία
αρχ.
1. κατάχρηση εξουσίας, αλαζονεία
2. (για ποιητές) ποιητική άδεια
3. αφθονία μέσων («ἐπίδειξιν μᾱλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ ἐξουσίας», Θουκ.)
4. υπερβολικός πλούτος
5. επιδεικτική εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο τού ρ. έξεστι*
εμφανίζει ως β' συνθετ. το θ. ουσ- τού θηλ. τής μετοχής ούσα τού ρ. ειμί με επίθημα -ία (πρβλ. ουσία < οντ- (ων, όντ-ος) + -ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐξουσία — ἐξουσίᾱ , ἐξουσία power fem nom/voc/acc dual ἐξουσίᾱ , ἐξουσία power fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσίᾳ — ἐξουσίαι , ἐξουσία power fem nom/voc pl ἐξουσίᾱͅ , ἐξουσία power fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξουσία — η 1. κυριαρχική δύναμη που έχει κάποιος να κάνει ή να μην κάνει κάτι, δικαίωμα που ασκεί κάποιος πάνω σε άλλο (πρόσωπο ή πράγμα), δικαιοδοσία: Η εξουσία των γονιών στα ανήλικα παιδιά τους. 2. αρχή, αξίωμα: Κι η εξουσία μου εδόθη ς φουσάτο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξουσιᾷ — ἐξουσιάζω exercise authority fut ind mid 2nd sg (epic) ἐξουσιάζω exercise authority fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ή έν τῷ ποιεῖν ἐξουσία. — ή έν τῷ ποιεῖν ἐξουσία. См. Поэтическая вольность …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κανονιστική εξουσία — Ειδική εξουσιοδότηση και αρμοδιότητα του αρχηγού του κράτους (με την ιδιότητά του ως αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας) να συμπληρώνει και να αναπτύσσει τους νόμους στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την εκτέλεσή τους. Κ.ε. μπορούν να έχουν… …   Dictionary of Greek

  • 'ξουσία — ἐξουσίᾱ , ἐξουσία power fem nom/voc/acc dual ἐξουσίᾱ , ἐξουσία power fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσίας — ἐξουσίᾱς , ἐξουσία power fem acc pl ἐξουσίᾱς , ἐξουσία power fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσίαι — ἐξουσία power fem nom/voc pl ἐξουσίᾱͅ , ἐξουσία power fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσίαν — ἐξουσίᾱν , ἐξουσία power fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”